- θεραποντίς
- θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. τού θεράπων, -οντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραποντίδα — θεραποντίς of a waiting maid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek